- αεροτροπία ή αεροτροπισμός
- Φαινόμενο που αποτελεί μερική περίπτωση χημειοτροπισμού. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική ιδιότητα που παρουσιάζουν τα φυτικά όργανα όταν βρίσκονται σε ανάπτυξη. Αυτά εκτρέπονται από τη διεύθυνση της αύξησής τους, όταν εκτεθούν στην επίδραση του ατμοσφαιρικού αέρα ή διαφόρων άλλων αερίων. Όταν το φυτικό όργανο αποκλίνει προς την πηγή απ’ όπου πνέει το αέριο, ονομάζεται θετικά αερότροπο. Στην αντίθετη περίπτωση λέγεται αρνητικά αερότροπο. Οι ρίζες είναι αρνητικά αερότροπες όταν δέχονται μεγάλη ποσότητα οξυγόνου, είναι όμως θετικά αερότροπες όταν η πνοή του ρεύματος οξυγόνου είναι ασθενική. Εντονότερα εκτρέπονται οι ρίζες κάτω από την επίδραση ισχυρού ρεύματος διοξειδίου του άνθρακα και, ακόμα πιο έντονα, όταν βρεθούν σε ρεύμα αερίου υδροχλωρίου. Οι προβολές της γύρης είναι ισχυρά αρνητικά αερότροπες.
Dictionary of Greek. 2013.